σιγοβράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιγοβράζω
- (για φαγητό) βράζω σε χαμηλή φωτιά
- (μεταφορικά) διακατέχομαι από θυμό αλλά δεν ξεσπάω φανερά
- (μεταφορικά) για εξέλιξη που προς το παρόν δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, δεν αποκλείεται όμως να οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα, έκρηξη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιγοβράζω | σιγόβραζα | θα σιγοβράζω | να σιγοβράζω | σιγοβράζοντας | |
β' ενικ. | σιγοβράζεις | σιγόβραζες | θα σιγοβράζεις | να σιγοβράζεις | σιγόβραζε | |
γ' ενικ. | σιγοβράζει | σιγόβραζε | θα σιγοβράζει | να σιγοβράζει | ||
α' πληθ. | σιγοβράζουμε | σιγοβράζαμε | θα σιγοβράζουμε | να σιγοβράζουμε | ||
β' πληθ. | σιγοβράζετε | σιγοβράζατε | θα σιγοβράζετε | να σιγοβράζετε | σιγοβράζετε | |
γ' πληθ. | σιγοβράζουν(ε) | σιγόβραζαν σιγοβράζαν(ε) |
θα σιγοβράζουν(ε) | να σιγοβράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιγόβρασα | θα σιγοβράσω | να σιγοβράσω | σιγοβράσει | ||
β' ενικ. | σιγόβρασες | θα σιγοβράσεις | να σιγοβράσεις | σιγόβρασε | ||
γ' ενικ. | σιγόβρασε | θα σιγοβράσει | να σιγοβράσει | |||
α' πληθ. | σιγοβράσαμε | θα σιγοβράσουμε | να σιγοβράσουμε | |||
β' πληθ. | σιγοβράσατε | θα σιγοβράσετε | να σιγοβράσετε | σιγοβράστε | ||
γ' πληθ. | σιγόβρασαν σιγοβράσαν(ε) |
θα σιγοβράσουν(ε) | να σιγοβράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιγοβράσει | είχα σιγοβράσει | θα έχω σιγοβράσει | να έχω σιγοβράσει | ||
β' ενικ. | έχεις σιγοβράσει | είχες σιγοβράσει | θα έχεις σιγοβράσει | να έχεις σιγοβράσει | ||
γ' ενικ. | έχει σιγοβράσει | είχε σιγοβράσει | θα έχει σιγοβράσει | να έχει σιγοβράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιγοβράσει | είχαμε σιγοβράσει | θα έχουμε σιγοβράσει | να έχουμε σιγοβράσει | ||
β' πληθ. | έχετε σιγοβράσει | είχατε σιγοβράσει | θα έχετε σιγοβράσει | να έχετε σιγοβράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σιγοβράσει | είχαν σιγοβράσει | θα έχουν σιγοβράσει | να έχουν σιγοβράσει |
|