κοκορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοκορίζω < ηχομιμητικό από το κοκόρισμα
Ρήμα
επεξεργασίακοκορίζω
- (για τον κόκορα ) παράγω ήχους
- ※ Τα ορνίθια του χωριού εκοκόριζαν πάλι από γειτονιά σε γειτονιά. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1920) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα [διήγημα])
- παράγω ήχους σαν του κόκορα (όταν έχω κάπως τσιριχτή φωνή)
- κάνω καβγά επιπέδου κόκορα