↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάλπιγγα οι σάλπιγγες
      γενική της σάλπιγγας
σάλπιγγος
των σαλπίγγων
    αιτιατική τη σάλπιγγα τις σάλπιγγες
     κλητική σάλπιγγα σάλπιγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
παίζοντας σάλπιγγα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάλπιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σάλπιγξ [1]
όροι της ανατομίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική salpinx < αρχαία ελληνική σάλπιγξ & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tube

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsal.piŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάλ‐πιγ‐γα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάλπιγγα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) πνευστό όργανο της οικογένειας των χάλκινων που μοιάζει με απλή τρομπέτα χωρίς βαλβίδες ή τρύπες. Παράγει μόνο ήχους μίας αρμονικής σειράς. Χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό για να μεταδώσει παραγγέλματα.
    ⮡  «Ο ήχος της σάλπιγγος», είναι ο τίτλος του αυτοβιογραφικού αφηγήματος του ιδιοφυούς τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη
    ※  1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
  2. (ανατομία) μέρος των γεννητικών οργάνων της γυναίκας που συνδέει μια ωοθήκη με τη μήτρα
  3. (ανατομία) → δείτε τον όρο ευσταχιανή σάλπιγγα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία