↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλπιγκτής οι σαλπιγκτές
      γενική του σαλπιγκτή των σαλπιγκτών
    αιτιατική τον σαλπιγκτή τους σαλπιγκτές
     κλητική σαλπιγκτή σαλπιγκτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλπιγκτής < σαλπίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαλπιγκτής αρσενικό

 
απεικόνιση σαλπιγκτή
σαλπιγκτής ειρήνης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία