Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλπιγκτής οι σαλπιγκτές
      γενική του σαλπιγκτή των σαλπιγκτών
    αιτιατική τον σαλπιγκτή τους σαλπιγκτές
     κλητική σαλπιγκτή σαλπιγκτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλπιγκτής < σαλπίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλπιγκτής αρσενικό

 
απεικόνιση σαλπιγκτή
σαλπιγκτής ειρήνης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία