σαλπιγκτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπιγκτής < σαλπίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλπιγκτής αρσενικό
- αυτός που σαλπίζει
- ο στρατιώτης που σαλπίζει παραγγέλματα (π.χ. έγερσης, ανάπαυσης, ασκήσεις) με τη σάλπιγγα
- (μεταφορικά) αυτός που διακηρύσσει κάτι σημαντικό
- σαλπιγκτής ειρήνης