έγερση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έγερση | οι | εγέρσεις |
γενική | της | έγερσης* | των | εγέρσεων |
αιτιατική | την | έγερση | τις | εγέρσεις |
κλητική | έγερση | εγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγερση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγερ(σις) + -ση[1] < ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.ʝeɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γερ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέγερση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγείρω
- το ξύπνημα και το σήκωμα από το κρεβάτι
- (μεταφορικά) αξίωση, διεκδίκηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εγείρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία έγερση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έγερση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας