πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έγερση οι εγέρσεις
      γενική της έγερσης* των εγέρσεων
    αιτιατική την έγερση τις εγέρσεις
     κλητική έγερση εγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έγερση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία