ἔγερσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἔγερσῐς | αἱ | ἐγέρσεις |
γενική | τῆς | ἐγέρσεως | τῶν | ἐγέρσεων |
δοτική | τῇ | ἐγέρσει | ταῖς | ἐγέρσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἔγερσῐν | τὰς | ἐγέρσεις |
κλητική ὦ! | ἔγερσῐ | ἐγέρσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγέρσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐγερσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἔγερσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἔγερσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔγερσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.