Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔγερσῐς αἱ ἐγέρσεις
      γενική τῆς ἐγέρσεως τῶν ἐγέρσεων
      δοτική τῇ ἐγέρσει ταῖς ἐγέρσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔγερσῐν τὰς ἐγέρσεις
     κλητική ! ἔγερσῐ ἐγέρσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐγέρσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐγερσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔγερσις < ἐγείρω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔγερσις θηλυκό

  1. ξύπνημα
  2. ανέγερση
  3. ανύψωση
  4. (ελληνιστική σημασία) ανάσταση
  5. διέγερση
  6. ανάνηψη, ανάρρωση

  Πηγές επεξεργασία