rising
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrising (en)
- αναδυόμενος, ανατέλλων, που ανυψώνεται
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrising (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrising (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του rise
rising (en)
rising (en)
rising (en)