τρομπέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομπέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική trombetta, υποκοριστικό του tromba (το όργανο: τρομπέτα) < παλαιά γαλλική trompette, υποκοριστικό του trompe < φραγκική *trumpa / *trumba
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾomˈbe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐μπέ‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : τρομ‐πέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομπέτα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) αερόφωνο μουσικό όργανο με μεταλλικό επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τρομπέτα στη Βικιπαίδεια