↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρομπέτα οι τρομπέτες
      γενική της τρομπέτας των τρομπετών
    αιτιατική την τρομπέτα τις τρομπέτες
     κλητική τρομπέτα τρομπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τρομπέτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομπέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική trombetta, υποκοριστικό του tromba (το όργανο: τρομπέτα) < παλαιά γαλλική trompette, υποκοριστικό του trompe < φραγκική *trumpa / *trumba

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾomˈbe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐μπέ‐τα
παλιότερος συλλαβισμός: τρομ‐πέ‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρομπέτα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία