τρομπετίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τρομπετίστρια < τρομπετίστας + κατάληξη θηλυκού -τρια < ιταλική trompettista < trombetta < tromba < φραγκική *trumba
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρομπετίστρια θηλυκό
- (μουσική) θηλυκό του τρομπετίστας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρομπετίστρια
|