τρομπετίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρομπετίστας αρσενικό (θηλυκό: τρομπετίστρια και (σπάνιο) τρομπετίστα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρομπετίστας
|
τρομπετίστας αρσενικό (θηλυκό: τρομπετίστρια και (σπάνιο) τρομπετίστα)
|