Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trompe trompes

trompe (fr) θηλυκό

  1. το βούκινο, η σάλπιγγα
  2. η προβοσκίδα
  3. (ανατομία) η σάλπιγγα

Συγγενικά

επεξεργασία