βούκινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούκινο | τα | βούκινα |
γενική | του | βούκινου | των | βούκινων |
αιτιατική | το | βούκινο | τα | βούκινα |
κλητική | βούκινο | βούκινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βούκινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βούκινον < λατινική bucina [1] < bos (βόδι) + cano (τραγουδώ)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βούκινο ουδέτερο
- χάλκινη (ή από άλλο υλικό) σάλπιγγα, την οποία αρχικά χρησιμοποιούσαν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους σαν κάλεσμα στη μάχη, αλλά και για να δίνονται διαταγές κατά την διάρκεια της μάχης, αφού ο θόρυβος ήταν απαγορευτικός για τη χρήση άλλου μέσου.
- (ζωολογία) είδος οστρακόδερμου (Buccinum undatum)
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω βούκινο (κάποιον ή κάτι): λέω σε πολύ κόσμο κάποιο μυστικό που συνήθως εκθέτει κάποιον
- κάτσε καλά, γιατί θα σε κάνω βούκινο
- της είπα το πρόβλημά μου και εκείνη το έκανε βούκινο σε όλη τη γειτονιά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βούκινο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βούκινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας