Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούκινο τα βούκινα
      γενική του βούκινου των βούκινων
    αιτιατική το βούκινο τα βούκινα
     κλητική βούκινο βούκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Buccinum undatum

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούκινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βούκινον < λατινική bucina [1] < bos (βόδι) + cano (τραγουδώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvu.ci.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούκινο ουδέτερο

  1. χάλκινη (ή από άλλο υλικό) σάλπιγγα, την οποία αρχικά χρησιμοποιούσαν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους σαν κάλεσμα στη μάχη, αλλά και για να δίνονται διαταγές κατά την διάρκεια της μάχης, αφού ο θόρυβος ήταν απαγορευτικός για τη χρήση άλλου μέσου.
  2. (ζωολογία) είδος οστρακόδερμου (Buccinum undatum)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω βούκινο (κάποιον ή κάτι): λέω σε πολύ κόσμο κάποιο μυστικό που συνήθως εκθέτει κάποιον
    • κάτσε καλά, γιατί θα σε κάνω βούκινο
    • της είπα το πρόβλημά μου και εκείνη το έκανε βούκινο σε όλη τη γειτονιά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία