οστρακόδερμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστρακόδερμο < αρχαία ελληνική ὀστρακόδερμον, ουδέτερο του ὀστρακόδερμος < ὄστρακον + δέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστρακόδερμο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οστρακόδερμος
- → δείτε τις λέξεις όστρακο και δέρμα