• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μαλάκιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαλάκιο τα μαλάκια
      γενική του μαλακίου
& μαλάκιου
των μαλακίων
    αιτιατική το μαλάκιο τα μαλάκια
     κλητική μαλάκιο μαλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλάκια[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈla.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐λά‐κι‐ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαλάκιο ουδέτερο

  • συνομοταξία ασπόνδυλων ζώων, κυρίως υδρόβιων, τα οποία έχουν συνήθως κάλυμμα από όστρακο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μαλάκιο
  • αγγλικά : mollusk (en)
  • γαλλικά : mollusque (fr)
  • πολωνικά : mięczak (pl)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ μαλάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μαλάκιο&oldid=5489198"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 21:01

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 21:01. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας