ὄστρακον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὄστρακον | τὰ | ὄστρακᾰ |
γενική | τοῦ | ὀστράκου | τῶν | ὀστράκων |
δοτική | τῷ | ὀστράκῳ | τοῖς | ὀστράκοις |
αιτιατική | τὸ | ὄστρακον | τὰ | ὄστρακᾰ |
κλητική ὦ! | ὄστρακον | ὄστρακᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀστράκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀστράκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄστρακον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄστρακον, -ου ουδέτερο
- το κέλυφος των οστρακόδερμων ζώων, των σαλιγκαριών, των χελωνών, κ.α.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ αἱμορροΐδων, (De haemorrhoidibus), Chapter 8, @scaife.perseus
- Ἢν δὲ βούλῃ βαλάνοισιν ἰῆσθαι, σηπίης ὄστρακον, μολυβδαίνης τρίτον μέρος, ἄσφαλτον, στυπτηρίην, ἄνθος ὀλίγον, κηκίδα, χαλκοῦ ἰὸν ὀλίγον, τουτέων μέλι ἑφθὸν καταχέας, βάλανον ποιήσας μακροτέρην, προστίθει, μέχρις ἂν ἀφανίσῃς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ αἱμορροΐδων, (De haemorrhoidibus), Chapter 8, @scaife.perseus
- (για καρπούς) το σκληρό κέλυφος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ φυτῶν, 1.5.8 @scaife.perseus
- Καὶ τινὲς μὲν ἐν σαρκί εἰσιν, ὡς οἱ τῶν φοινίκων καρποί, τινὲς δὲ οἶον ἐν οἰκίσκοις, ὡς αἱ βάλανοι, ἄλλοι δ’ ἐν οἰκίσκοις πολλοῖς καὶ λέμμασι καὶ ὀστράκοις, ὡς τὰ κάρυα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ φυτῶν, 1.5.8 @scaife.perseus
- πήλινο αγγείο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1190 (1189-1192)
- ὅτε δὴ πρῶτον μὲν αὐτὸν γενόμενον | χειμῶνος ὄντος ἐξέθεσαν ἐν ὀστράκῳ, | ἵνα μὴ ᾽κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς· | εἶθ᾽ ὡς Πόλυβον ἤρρησεν οἰδῶν τὼ πόδε·
- Μόλις γεννήθηκε, | τον βάζουν σε μια χύτρα κι έκθετο τον αφήνουν μες στο κρύο, | φονιάς για να μη γίνει του γονιού του σα μεγαλώσει· | με πρησμένα πόδια ως του Πόλυβου σύρθηκε το σπίτι·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὅτε δὴ πρῶτον μὲν αὐτὸν γενόμενον | χειμῶνος ὄντος ἐξέθεσαν ἐν ὀστράκῳ, | ἵνα μὴ ᾽κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς· | εἶθ᾽ ὡς Πόλυβον ἤρρησεν οἰδῶν τὼ πόδε·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1190 (1189-1192)
- κομμάτι αγγείου που χρησίμευε για ψηφοφορία
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 11.9
- Νικίας γὰρ εἰ τὸν περὶ ὀστράκου κίνδυνον ἀνέρριψε πρὸς Ἀλκιβιάδην, ἢ κρατήσας ἂν ἀσφαλῶς ᾤκει τὴν πόλιν, ἐκεῖνον ἐξελάσας, ἢ κρατηθεὶς αὐτὸς ἐξῄει πρὸ τῶν ἐσχάτων ἀτυχιῶν, τὸ δοκεῖν ἄριστος εἶναι στρατηγὸς διαφυλάξας.
- Εάν δηλαδή ο Νικίας διακινδύνευε τον οστρακισμό με τον Αλκιβιάδη, ή θα κέρδιζε και θα ζούσε με ασφάλεια στην πόλη, εξορίζοντας εκείνον, ή θα έχανε και θα έφευγε ο ίδιος πριν τις τελευταίες ατυχίες του, διατηρώντας την εντύπωση πως είναι άριστος στρατηγός.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- Νικίας γὰρ εἰ τὸν περὶ ὀστράκου κίνδυνον ἀνέρριψε πρὸς Ἀλκιβιάδην, ἢ κρατήσας ἂν ἀσφαλῶς ᾤκει τὴν πόλιν, ἐκεῖνον ἐξελάσας, ἢ κρατηθεὶς αὐτὸς ἐξῄει πρὸ τῶν ἐσχάτων ἀτυχιῶν, τὸ δοκεῖν ἄριστος εἶναι στρατηγὸς διαφυλάξας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 11.9
- γλάστρα
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.7.3, @scaife.perseus
- Ἀβρότονον δὲ μᾶλλον ἀπὸ σπέρματος βλαστάνει ἢ ἀπὸ ῥίζης καὶ παρασπάδος· χαλεπῶς δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος· προμοσχευόμενον ἐν ὀστράκοις, ὥσπερ οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, τοῦ θέρους·
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.7.3, @scaife.perseus
- κέλυφος αβγού
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀνόστρακος
- ἀποστρακόομαι
- ἐξοστρακισμός
- λειόστρακον
- λειόστρακος
- μαλακόστρακος
- ὀξυόστρακος
- ὀστρακᾶς
- ὀστράκεος
- ὀστρακεύς
- ὀστρακηρός
- ὀστρακίας
- ὀστρακίζω (και τα σύνθετά του)
- ὀστρακίνδα
- ὀστράκινος
- ὀστράκιον: υποκοριστικό του ὄστρακον
- ὀστρακίς
- ὀστρακισμός
- ὀστρακίτης
- ὀστρακῖτις
- ὀστρακόδερμος
- ὀστρακόεις
- ὀστρακοκονία
- ὀστρακόνωτος
- ὀστρακοποιός
- ὀστρακόρινος
- ὀστρακόσδερμος
- ὀστρακοῦς
- ὀστρακοφορέω
- ὀστρακοφορία
- ὀστρακόχροος
- ὀστρακόχρους
- ὀστρακόχρως
- ὀστρακόω
- ὀστρακώδης
- σκληρόστρακος
- στερεόστρακος
- τραχεόστρακος
- τραχυόστρακος
- ὑμενόστρακος
Πηγές
επεξεργασία- ὄστρακον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄστρακον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.