σαλιγκάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλιγκάρι | τα | σαλιγκάρια |
γενική | του | σαλιγκαριού | των | σαλιγκαριών |
αιτιατική | το | σαλιγκάρι | τα | σαλιγκάρια |
κλητική | σαλιγκάρι | σαλιγκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλιγκάρι < αβέβαιη ετυμολογία· πιθανώς μεσαιωνική ελληνική σαλίγκας < σάλιαγκας < σάλιακας < σιαλικός, που αναφέρεται στο σάλιο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.liŋˈɡa.ɾi/ ή /sa.liˈga.ɾi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλιγκάρι ουδέτερο
- (ζωολογία) μαλάκιο με σπειροειδές κέλυφος και εδώδιμη σάρκα. Έχει μακρόστενο σώμα, το οποίο προεξέχει εν μέρει από το κέλυφος, και κεφάλι, το οποίο φέρει δύο ζευγάρια κεραιών που συστέλλονται. Τρέφεται με φυτικές ύλες (χορτάρι, βλαστάρια κ.λπ.), κινείται αργά αφήνοντας ίχνη βλέννας και εμφανίζεται κυρίως τις βροχερές μέρες
Εκφράσεις
επεξεργασία- σαν σαλιγκάρι: πολύ αργά
Συνώνυμα
επεξεργασία- κοχλίας
- χοχλιός (στην κρητική διάλεκτο)
- καράολος (στην κυπριακή διάλεκτο)
- μυξόνα (στα τσακωνικά)
- σέμπολας (στην κυθηραϊκή διάλεκτο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαλιγκάρι
|