σαλίγκαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σαλίγκαρος < μεγεθυντικό του σαλιγκάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαλίγκαρος αρσενικό
- μεγάλο σαλιγκάρι
- (συνεκδοχικά) κάθε σαλιγκάρι
- διάδρομος σε σχήμα φιδιού που αποτελούσε μέρος εξέτασης για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης
- (μεταφορικά) βάση σελοτέιπ, βάση μπλανκοταινίας ή άλλος παρόμοιος μηχανισμός