Ετυμολογία

επεξεργασία
caracol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾaˈkol/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caracol (es) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
caracol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɐ.ɾɐˈkɔl/ (Πορτογαλία)
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈkɔw/ (Βραζιλία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caracol (pt)

  1. (ζώο) σαλιγκάρι
    → δείτε και τη λέξη caramujo
  2. (ανατομία) κοχλίας (αφτιού)
     συνώνυμα: cóclea
  3. (κομμωτική) μπούκλα, τούφα από σγουρά μαλλιά