caracol
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- caracol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
caracol (es) αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- caracol - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- caracol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
caracol (pt)