πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σέμπολας οι σέμπολες
      γενική του σέμπολα των σεμπόλων
    αιτιατική τον σέμπολα τους σέμπολες
     κλητική σέμπολα σέμπολες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέμπολας αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.