ślimak
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ślimak < παλαιά πολωνική ślimak < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *slimakъ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαślimak (pl) αρσενικό
- (ζώο) σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας
- (γαστρονομία) σαλιγκάρια μαγειρεμένα, εσκαργκό