οστρακοειδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστρακοειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ostracoid < ελληνιστική κοινή ὀστρακόεις < αρχαία ελληνική ὄστρακον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστρακοειδές ουδέτερο
- (ζωολογία, σπάνιο) ενικός τού οστρακοειδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστρακοειδές
|