↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οστρακοειδή
      γενική των οστρακοειδών
    αιτιατική τα οστρακοειδή
     κλητική οστρακοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστρακοειδή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ostracoid < ελληνιστική κοινή ὀστρακόεις < αρχαία ελληνική ὄστρακον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οστρακοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • οστρακοειδήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οστρακοειδή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)