θαλάσσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θaˈla.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λάσ‐σι‐α
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
θαλάσσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θαλάσσιος
- ⮡ παλιότερος τύπος: θαλασσία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θαλάσσιο) του θαλάσσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
θαλάσσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θαλάσσιον) του θαλάσσιος