Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρκινοειδές τα καρκινοειδή
      γενική του καρκινοειδούς των καρκινοειδών
    αιτιατική το καρκινοειδές τα καρκινοειδή
     κλητική καρκινοειδές καρκινοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρκινοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καρκινοειδής < αρχαία ελληνική καρκινοειδής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρκινοειδές ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία