καραβίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραβίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καραβίδα < ελληνιστική κοινή καραβίς, υποκοριστικό του κάραβος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραβίδα θηλυκό
- μαλακόστρακο ζώο του γλυκού νερού που μοιάζει με αστακό
- η θαλάσσια καραβίδα (Nephrops norvegicus)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καραβίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλάσσια καραβίδα