Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάραβος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάραβος αρσενικό

  1. κερασφόρος κάνθαρος (κεράμβυξ)
  2. καραβίδα
  3. πλοίο, καράβι

  Πηγές επεξεργασία