→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάραβος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάραβος αρσενικό

  1. κερασφόρος κάνθαρος (κεράμβυξ)
  2. καραβίδα
  3. πλοίο, καράβι