Καραβίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καραβίδα < γενική ενικού του αρσενικού Καραβίδας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐βί‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραβίδα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚαραβίδα αρσενικό