Καραβίδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καραβίδας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvi.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐βί‐δας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραβίδας αρσενικό (θηλυκό Καραβίδα)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Καραββίδας (σπάνιο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]