Δείτε επίσης: ἄστακος, ἀστακός, Ἀστακός, ὀστακός, ὄστακος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστακός οι αστακοί
      γενική του αστακού των αστακών
    αιτιατική τον αστακό τους αστακούς
     κλητική αστακέ αστακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αστακός στο πιάτο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστακός αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κόκκινος σαν αστακός: άνθρωπος που κοκκινίζει πολύ από ντροπή ή θυμό ή έχει πάρα πολύ κόκκινο δέρμα
  • οπλισμένος σαν αστακός: πάνοπλος, βαριά οπλισμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία