αστακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αστακός | οι | αστακοί |
γενική | του | αστακού | των | αστακών |
αιτιατική | τον | αστακό | τους | αστακούς |
κλητική | αστακέ | αστακοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- αστακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀστακός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.staˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στα‐κός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αστακός αρσενικό
- θαλάσσιο ζώο που ανήκει στα Μαλακόστρακα και έχει ισχυρό κέλυφος και μεγάλες δαγκάνες
Εκφράσεις
επεξεργασία- κόκκινος σαν αστακός: άνθρωπος που κοκκινίζει πολύ από ντροπή ή θυμό ή έχει πάρα πολύ κόκκινο δέρμα
- οπλισμένος σαν αστακός: πάνοπλος, βαριά οπλισμένος
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αστακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αστακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)