γαρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαρίδα | οι | γαρίδες |
γενική | της | γαρίδας | των | γαρίδων |
αιτιατική | τη | γαρίδα | τις | γαρίδες |
κλητική | γαρίδα | γαρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαρίδα < αρχαία ελληνική καρίς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαρίδα θηλυκό
- (η) καρίς· μαλακόστρακο ζώο που ανήκει στην τάξη των καρκινοειδών με διαφανές ή ροδαλό χρώμα, δέκα πόδια και νόστιμη σάρκα
Εκφράσεις επεξεργασία
- το μάτι του γαρίδα : για κάποιον που κοιτάει με επιμονή και προσοχή