Δείτε επίσης: Γαρίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρίδα οι γαρίδες
      γενική της γαρίδας των γαρίδων
    αιτιατική τη γαρίδα τις γαρίδες
     κλητική γαρίδα γαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γαρίδες μέσα στο νερό
 
ακέφαλη γαρίδα που έχει ψηθεί στον ατμό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαρίδα < αρχαία ελληνική καρίς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣaˈɾi.ða/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαρίδα θηλυκό

  • (η) καρίς· μαλακόστρακο ζώο που ανήκει στην τάξη των καρκινοειδών με διαφανές ή ροδαλό χρώμα, δέκα πόδια και νόστιμη σάρκα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • το μάτι του γαρίδα : για κάποιον που κοιτάει με επιμονή και προσοχή

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία