Γαρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαρίδα < γενική ενικού του αρσενικού Γαρίδας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐ρί‐δα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαρίδα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Γαρίδα αρσενικό