Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαριδούλα οι γαριδούλες
      γενική της γαριδούλας
    αιτιατική τη γαριδούλα τις γαριδούλες
     κλητική γαριδούλα γαριδούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαριδούλα < υποκοριστικό του γαρίδα (+ -ούλα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαριδούλα θηλυκό

  • μικρή γαρίδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γαρίδα