γαριδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαριδάκι | τα | γαριδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γαριδάκι | τα | γαριδάκια |
κλητική | γαριδάκι | γαριδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαριδάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαριδάκι ουδέτερο
- μικρή γαρίδα
- τηγανητό παιδικό σνακ με γεύση τυριού
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαριδάκι
|