γάμπαρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάμπαρα | οι | γάμπαρες |
γενική | της | γάμπαρας | — | |
αιτιατική | τη | γάμπαρα | τις | γάμπαρες |
κλητική | γάμπαρα | γάμπαρες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γάμπαρη < ιταλική gambero[1] < δημώδης λατινική gambarus < λατινική gammarus / cammarus < ελληνιστική κοινή κάμμαρος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γάμπαρη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γάμπαρη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γάμπαρη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αστακογαρίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας