↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρίς αἱ καρῖδες
καρίδες
      γενική τῆς καρῖδος
καρίδος
τῶν καρίδων
      δοτική τῇ καρῖδ
καρίδ
ταῖς καρῖσῐ(ν)
καρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καρῖδ
καρίδ
τὰς καρῖδᾰς
καρίδᾰς
     κλητική ! καρίς* καρῖδες
καρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρῖδε & καρίδε
γεν-δοτ τοῖν  καρίδοιν
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα.

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία