Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρθρόποδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρθρόποδ
ο
τα
αρθρόποδ
α
γενική
του
αρθρόποδ
ου
των
αρθρόποδ
ων
αιτιατική
το
αρθρόποδ
ο
τα
αρθρόποδ
α
κλητική
αρθρόποδ
ο
αρθρόποδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρθρόποδο
<
νεολατινική
<
αρχαία ελληνική
ἄρθρον
+
πούς
(
γενική
ποδός
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρθρόποδο
ουδέτερο
ασπόνδυλο
που ανήκει στην συνομοταξία αρθρόποδα (
Arthropoda
)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αρθρόποδα
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρθρόποδο
αγγλικά
:
arthropod
(en)
γαλλικά
:
arthropode
(fr)
πολωνικά
:
stawonóg
(pl)