καρκινοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρκινοειδής | η | καρκινοειδής | το | καρκινοειδές |
γενική | του | καρκινοειδούς* | της | καρκινοειδούς | του | καρκινοειδούς |
αιτιατική | τον | καρκινοειδή | την | καρκινοειδή | το | καρκινοειδές |
κλητική | καρκινοειδή(ς) | καρκινοειδής | καρκινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρκινοειδείς | οι | καρκινοειδείς | τα | καρκινοειδή |
γενική | των | καρκινοειδών | των | καρκινοειδών | των | καρκινοειδών |
αιτιατική | τους | καρκινοειδείς | τις | καρκινοειδείς | τα | καρκινοειδή |
κλητική | καρκινοειδείς | καρκινοειδείς | καρκινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρκινοειδής < αρχαία ελληνική καρκινοειδής
Επίθετο
επεξεργασίακαρκινοειδής
- που μοιάζει με τον καρκίνο / κάβουρα
- (ουσιαστικοποιημένο) καρκινοειδές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρκινοειδής