προβοσκίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβοσκίδα < αρχαία ελληνική προβοσκίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβοσκίδα θηλυκό
- σαρκώδης επιμήκυνση της μύτης ή και του επάνω χείλους μερικών ζώων π.χ. ελέφαντα
- (μεταφορικά) ύφος που δείχνει ενόχληση, απαρέσκεια
- τι του κάνατε του Παναγιώτη και έχει κατεβάσει μια προβοσκίδα μέχρι το πάτωμα;