σάλπιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σαλπιγγ- | |||||
ονομαστική | ὁ | σάλπιγξ | οἱ | σάλπιγγες | |
γενική | τοῦ | σάλπιγγος | τῶν | σαλπίγγων | |
δοτική | τῷ | σάλπιγγῐ | τοῖς | σάλπιγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | σάλπιγγᾰ | τοὺς | σάλπιγγᾰς | |
κλητική ὦ! | σάλπιγξ | σάλπιγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάλπιγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σαλπίγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάλπιγξ, ήδη ομηρικό < με κατάληξη -ιγξ, πιθανό προελληνικό μεσογειακό δάνειο [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάλπιγξ θηλυκό
- (μουσικό όργανο) στρατιωτικό πνευστό όργανο με το οποίο έδιναν παραγγέλματα
- συνώνυμο του σάλπισμα
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σαλπ-
σαλπ-
- ἀπερισάλπιγκτος
- ἀριστοσαλπιγκτής
- ἀσάλπικτος
- ἐνσαλπίζω
- ἐπισαλπίζω
- ἐρισάλπιγξ
- ἠρισάλπιγξ
- ἱεροσαλπικτής
- καμπυλοσαλπιστής
- λῃστοσαλπιγκτής
- περισαλπισμός
- περισαλπίζω
- προσάλπιος
- σαλπίγγιον
- σαλπιγγοειδής
- σαλπιγγολογχυπηνάδαι
- σαλπιγγωτός
- σαλπιγκτής
- σαλπίζω
- σαλπικτής
- σάλπισμα
- σαλπίσσω
- σαλπιστής
- σαλπιστικός
- σαλπίττω
- ὑποσαλπίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σάλπιγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σάλπιγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάλπιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.