σαλπιγγοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαλπιγγοειδής | η | σαλπιγγοειδής | το | σαλπιγγοειδές |
γενική | του | σαλπιγγοειδούς* | της | σαλπιγγοειδούς | του | σαλπιγγοειδούς |
αιτιατική | τον | σαλπιγγοειδή | τη | σαλπιγγοειδή | το | σαλπιγγοειδές |
κλητική | σαλπιγγοειδή(ς) | σαλπιγγοειδής | σαλπιγγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαλπιγγοειδείς | οι | σαλπιγγοειδείς | τα | σαλπιγγοειδή |
γενική | των | σαλπιγγοειδών | των | σαλπιγγοειδών | των | σαλπιγγοειδών |
αιτιατική | τους | σαλπιγγοειδείς | τις | σαλπιγγοειδείς | τα | σαλπιγγοειδή |
κλητική | σαλπιγγοειδείς | σαλπιγγοειδείς | σαλπιγγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλπιγγοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαλπιγγοειδής
- που μοιάζει ή έχει το σχήμα σάλπιγγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλπιγγοειδής
|