πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλπιγγοειδής η σαλπιγγοειδής το σαλπιγγοειδές
      γενική του σαλπιγγοειδούς* της σαλπιγγοειδούς του σαλπιγγοειδούς
    αιτιατική τον σαλπιγγοειδή τη σαλπιγγοειδή το σαλπιγγοειδές
     κλητική σαλπιγγοειδή(ς) σαλπιγγοειδής σαλπιγγοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλπιγγοειδείς οι σαλπιγγοειδείς τα σαλπιγγοειδή
      γενική των σαλπιγγοειδών των σαλπιγγοειδών των σαλπιγγοειδών
    αιτιατική τους σαλπιγγοειδείς τις σαλπιγγοειδείς τα σαλπιγγοειδή
     κλητική σαλπιγγοειδείς σαλπιγγοειδείς σαλπιγγοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλπιγγοειδής < λείπει η ετυμολογία

σαλπιγγοειδής

Μεταφράσεις

επεξεργασία