pet
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pet | pets |
pet (en)
- το κατοικίδιο ζώο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
pet (en) ενικός και πληθυντικός ίδιος
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pet | pets |
pet (fr) θηλυκό
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pet (pl) αρσενικό
- (οικείο) γόπα, αποτσίγαρο
Επεξεργασία
Σερβοκροατικά (sh)Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
pet (sh)