pet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpet (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αγαπημένος, κάτι που με ενδιαφέρει πολύ
- ⮡ my pet project - το αγαπημένο μου έργο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pet | pets |
pet (en)
- το κατοικίδιο ζώο
- ⮡ The girl has a rabbit as a pet.
- Το κορίτσι έχει ένα κουνέλι σαν κατοικίδιο.
- ⮡ The girl has a rabbit as a pet.
- ο χαϊδεμένος
- ⮡ He is his mother’s pet.
- Είναι ο χαϊδεμένος της μαμάς του.
- ⮡ He is his mother’s pet.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pets |
αόριστος | petted, pet |
παθητική μετοχή | petted, pet |
ενεργητική μετοχή | petting |
pet (en) (μεταβατικό)
- χαϊδεύω, αγγίζω απαλά ένα ζώο ή ένα παιδί με ευγενικό και στοργικό τρόπο
- ⮡ I pet the dog.
- Χάιδεψα το σκυλί.
- ⮡ I pet the dog.
- (ανεπίσημο) χαϊδεύω, για δύο άτομα που φιλιούνται και αγγίζουν με σεξουαλικό τρόπο
- ⮡ couples petting each other in the park - ζευγαράκια χαϊδεύονται στο πάρκο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fondle
Πηγές
επεξεργασία- pet (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- pet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pet | pets |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpet (fr) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpet (pl) αρσενικό
- (οικείο) γόπα, αποτσίγαρο
Συγγενικά
επεξεργασία
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαpet (sh)