↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
      γενική του αποτσίγαρου των αποτσίγαρων
    αιτιατική το αποτσίγαρο τα αποτσίγαρα
     κλητική αποτσίγαρο αποτσίγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτσίγαρο < από την πρόθεση από και το ουσιαστικό τσιγάρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποτσίγαρο ουδέτερο

  • αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία