γόπα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γόπα | οι | γόπες |
γενική | της | γόπας | — | |
αιτιατική | τη | γόπα | τις | γόπες |
κλητική | γόπα | γόπες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γόπα < γῶπα (μονοτονικό γώπα)< *βῶπα (αμαρτύρητο) < ελληνιστική βώξ < αρχαία ελληνική βόαξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γόπα θηλυκό
- αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
- (ιχθυολογία) είδος μικρού ψαριού (επιστημονικό όνομα Boops boops) της οικογένειας Sparidae, γκριζογάλαζο και ασημί, που συναντάται συχνά στις ελληνικές θάλασσες
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βασιλική / αυτοκρατορική γόπα: μεγάλο αποτσίγαρο, αποτσίγαρο στο οποίο δεν έχει καπνιστεί μεγάλο μέρος του