γόπες (Boops boops) σε ιχθυοπωλείο
 
γόπες από τσιγάρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόπα οι γόπες
      γενική της γόπας
    αιτιατική τη γόπα τις γόπες
     κλητική γόπα γόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γόπα < μεσαιωνική ελληνική *γῶπα < *βῶπα (αμαρτύρητο) (αιτιατική πτώση του ελληνιστική κοινή βῶψ/βόωψ (μικρό ψάρι)) < αρχαία ελληνική βῶξ < αρχαία ελληνική βόαξ[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γόπα θηλυκό

  1. (ψάρι) είδος μικρού ψαριού (Βόωψ ο βόωψ, Boops boops) της οικογένειας των Σπαριδών, γκριζογάλαζο και ασημί, που συναντάται συχνά στα ανατολικά ύδατα του Ατλαντικού Ωκεανού, στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα
    ※  Κατά την τάξη του διώροφου, όπως άλλωστε των περισσότερων σπιτιών στις παραθαλάσσιες πόλεις και χωριά της Ελλάδας, τη Δευτέρα τρώνε ψάρι, πρωί πρωί λοιπόν η Μόσχα παρέα με τη Λενιώ πήγαν στην Πλακούρα, ξεψαρίζανε δράκαινες, σκορπίνες και αφρόψαρα, σούπα ή γόπες για τηγάνι, αναρωτήθηκε και παρέκαμψε τις γόπες που αρέσανε πολύ στη μάνα της· η αύρα του Αιγαίου της πήρε το βάρος που είχε στο κεφάλι, τον τελευταίο καιρό είχε για πρώτη φορά γνωρίσει την κόπωση της αϋπνίας, ήρθε η στιγμή να πάω κι εγώ στο γερο-Ρεσβάνη για τα γνωστά δισκία, σκεφτόταν ηττημένη.
    Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία, εκδόσεις: Καστανιώτη, Αθήνα 2014, ISBN 9789600356861, αρχική δημοσίευση: 1997, @google.gr/books
  2. (προφορικό) αυτό που μένει από το τσιγάρο αφού κάποιος το έχει καπνίσει
    ※  Εικοσιδύο γόπες μέτρησε στο σταχτοδοχείο. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
    ※  Από νωρίς, η Θάλεια είχε πείσει εαυτήν ότι δεν είχε ιδέα για τα όπλα, ότι δεν ήξερε πως το τουφέκι που έπαιρνε συχνά μαζί του στο κυνήγι ήταν καλάσνικοφ, ότι, παρόλο που κατέβαινε μια φορά στις δυο βδομάδες να παστρέψει την ανήλιαγη κάμαρα απ' τις γόπες, τα αποφάγια, τα άδεια μπουκάλια και τα βρομισμένα μυξομάντιλα, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στο υπόγειο του σπιτιού. Μόνο μ' αυτή τη σιγουριά συνέχιζε να ζει.
    Αύγουστος Κορτώ, Μισό παιδί, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2021, ISBN 9789601699837, αρχική δημοσίευση: 2021, @google.gr/books
     συνώνυμα: αποτσίγαρο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

σε διαλέκτους ή ιδιώματα:

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βασιλική / αυτοκρατορική γόπα: μεγάλο αποτσίγαρο, αποτσίγαρο στο οποίο δεν έχει καπνιστεί μεγάλο μέρος του

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γώπα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.