συνηρημένο ουσιαστικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοακ- > βωκ (συνηρημένο)
ονομαστική βῶξ οἱ βῶκες
      γενική τοῦ βωκός τῶν βωκῶν
      δοτική τῷ βωκῐ́ τοῖς βωξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν βῶκ τοὺς βῶκᾰς
     κλητική ! βῶξ βῶκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βῶκε
γεν-δοτ τοῖν  βωκοῖν
Δείτε το ασυναίρετο βόαξ.
3η κλίση, Κατηγορία 'βῶξ' όπως «βῶξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βῶξ, βωκός αρσενικό

  • (ψάρι) συνηρημένη μορφή του βόαξ
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 2 @scaife.perseus
    Ὅλως δ’ ἀγελαῖά ἐστι τὰ τοιάδε, θυννίδες, μαινίδες, κωβιοί, βῶκες, σαῦροι, κορακῖνοι, σινόδοντες, τρίγλαι, σφύραιναι, ἀνθίαι, ἐλεγῖνοι, ἀθερῖνοι, σαργῖνοι, βελόναι, τευθοί, ἰουλίδες, πηλαμύδες, σκόμβροι, κολίαι.
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8, 52 , p.v.2.p.279, @scaife.perseus, @el.wikisource
    βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος, εὐανάδοτος, ὑγρὸν ἀνιείς, εὐκοίλιος·
      2ος/3ος κε αιώνας Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ κλίσεως ὀνομάτων, 2.275, @scaife.perseus
    βῶξ βωκόϲ (ἐϲτι δὲ εἶδοϲ ἰχθύοϲ, ὅϲτιϲ ἱϲτορεῖται ἔχων βοήν· γέγονε δὲ τοῦτο παρὰ τὸ βοή βόαξ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ᾱ εἰϲ ω βῶξ)