↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοᾱκ-
ονομαστική βόαξ οἱ βόακες
      γενική τοῦ βόακος τῶν βοάκων
      δοτική τῷ βόακ τοῖς βόαξ(ν)
    αιτιατική τὸν βόακ τοὺς βόακᾰς
     κλητική ! βόαξ βόακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόακε
γεν-δοτ τοῖν  βοάκοιν
Δείτε και το συνηρημένο βῶξ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βόαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόαξ, -ακος αρσενικό (συνηρημένο: βῶξ)

  • (ψάρι) είδος ιερού ψαριού του Ερμή που πήρε αυτό το όνομα από τη βοή που δημιουργεί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 475 @poesialatina.it
    ἀλλ' ἔχουσα γαστέρα
    μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε.
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 27 @scaife.perseus, @el.wikisource
    Νουμήνιος δ’ ἐν Ἁλιευτικῷ βόηκας αὐτοὺς καλεῖ ἐν τούτοις·
    ἢ λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε τριγκούς τε.
    Σπεύσιππος δὲ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀττικοὶ βόακας. Ἀριστοφάνης Σκηνὰς καταλαμβανούσαις (I 514 K)
    ἀλλ’ ἔχουσα γαστέρα
    μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε.
    ὠνομάσθη δὲ παρὰ τὴν βοήν. διὸ καὶ Ἑρμοῦ ἱερὸν εἶναι λόγος τὸν ἰχθύν, ὡς τὸν κίθαρον Ἀπόλλωνος.
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ κλίσεως ὀνομάτων, 2.275, @scaife.perseus
    βῶξ βωκόϲ (ἐϲτι δὲ εἶδοϲ ἰχθύοϲ, ὅϲτιϲ ἱϲτορεῖται ἔχων βοήν· γέγονε δὲ τοῦτο παρὰ τὸ βοή βόαξ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ᾱ εἰϲ ω βῶξ)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία