Ετυμολογία

επεξεργασία
γόπινγκ < γόπ(α) + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γόπινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (στρατιωτική αργκό) ο καθαρισμός μιας περιοχής -συνήθως του στρατοπέδου- που είναι γεμάτη αποτσίγαρα (γόπες) από τους φαντάρους
    ※  Το γόπινγκ του τίτλου δεν είναι βέβαια λέξη της επίσημης στρατιωτικής ορολογίας, αλλά κάλλιστα μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ένας αξιωματικός όταν δίνει διαταγή στους στρατιώτες να καθαρίσουν το προαύλιο από τις γόπες, τα αποτσίγαρα, μια και αυτή τη σημασία έχει τούτο το περίεργο αγγλοελληνικό υβρίδιο (Νίκος Σαραντάκος, Γόπινγκ, τσάπινγκ, έρπινγκ και άλλα αγγλοπρεπή του στρατού, αναρτήθηκε 29 Μαΐου 2013)
    ※  Εθελοντικό γόπινγκ στους δρόμους της Αθήνας: Το στρατοπεδικό καψόνι γίνεται κίνημα καθαριότητας, 11/11/2013, iefimerida.gr [1]