τσάπινγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτική αργκό) η αποψίλωση (καθαρισμός) μίας περιοχής από χόρτα
- ↪ Λοιπόν, μάγκες, ετοιμαστείτε για τσάπινγκ!
τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο