Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάπινγκ < τσάπα + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο