πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποψίλωση οι αποψιλώσεις
      γενική της αποψίλωσης* των αποψιλώσεων
    αιτιατική την αποψίλωση τις αποψιλώσεις
     κλητική αποψίλωση αποψιλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποψιλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία