δάσωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δάσωση | οι | δασώσεις |
γενική | της | δάσωσης* | των | δασώσεων |
αιτιατική | τη | δάσωση | τις | δασώσεις |
κλητική | δάσωση | δασώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάσωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δασώνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δάσωση
|