• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποδάσωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδάσωση οι αποδασώσεις
      γενική της αποδάσωσης* των αποδασώσεων
    αιτιατική την αποδάσωση τις αποδασώσεις
     κλητική αποδάσωση αποδασώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδασώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποδάσωση < ελληνιστική αποδάσωσις < από + δάσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά déboisement)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αποδάσωση θηλυκό

  • αποψίλωση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • απογύμνωση
  • αποδένδρωση
  • αποφαλάκρωση
  • αποψίλωση
  • εκδάσωση

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αναδάσωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αποδάσωση
  • αγγλικά : deforestation (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποδάσωση&oldid=5455734"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:12
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:12.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie